- συμμιξία
- ἡ, Α(κατά τον Φώτ.) «σύμμιξις, συνουσιασμός».[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σύμμιξις κατά τα θηλ. σε -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμιξία — συμμιξίᾱ , συμμιξία fem nom/voc/acc dual συμμιξίᾱ , συμμιξία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμιξίας — συμμιξίᾱς , συμμιξία fem acc pl συμμιξίᾱς , συμμιξία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμιξίαν — συμμιξίᾱν , συμμιξία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՇԱՐԱԽԱՌՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0470 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c գ. συμμιξία commistio, permixtio συγκεραύνωσις conjunctio σύγκριμα, σύγκρισις concretio, temperamentum, concretum. Ընդ միմեանս խառնումն ո՛ր եւ է օրինակաւ. բաղադրութիւն. խառնուած.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)